- βύρσης
- βύρσαskin stripped offfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
SALMONEUS — Aeoli fil. non Regis ventorum, inquit Servius, sed cuiusdam apud Elidem, ubi regnavit, qui cum regia maiestate contentus non esset, conatus est se Deum suis ostendere, et fabricatô aeneô ponte sublimi, adeo ut Elidis partem desuper tegeret, super … Hofmann J. Lexicon universale
βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… … Dictionary of Greek
ταννίνες — Οργανικές δεψικές ύλες, πολύ διαδεδομένες στο φυτικό βασίλειο. Οι ύλες αυτές είναι μικρής όξινης αντίδρασης, έχουν δε το κοινό γνώρισμα όταν ενωθούν με άλατα που προέρχονται από το οξείδιο του σιδήρου, να παρέχουν σκοτεινές γαλαζόμαυρες ή… … Dictionary of Greek